Δελτίο Τύπου ΑΡΠΑ

Το τελευταίο χρονικό διάστημα ο κλάδος μας είναι αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή προσπάθεια απαξίωσης των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων. Όπως φαίνεται, η μέχρι πρότινος κατάσταση, που ήθελε τους κτηνιάτρους με ισχυρό πτυχίο και κατ’ επέκταση ισχυρά επαγγελματικά δικαιώματα, ήταν πονοκέφαλος και δημιουργούσε προβλήματα σε αυτούς που συμβούλευαν την ηγεσία του Υπουργείου. Μια σειρά αλλαγών έχει επιχειρηθεί να γίνει στην παραπάνω κατεύθυνση.

H πρώτη τομή ήταν η δημιουργία του ασυμβιβάστου ανάμεσα στην συνταγογράφηση και στην πώληση των κτηνιατρικών φαρμάκων (ΚΦ). Ο Σύλλογος αντέδρασε, έστω και καθυστερημένα, με επανειλημμένες μαζικές συνελεύσεις, κάλεσε εμπειρογνώμονες από όλους τους χώρους και κατέληξε σε μια τεκμηριωμένη πρόταση νόμου που προέβλεπε την άρση του ασυμβιβάστου (αλλά και θεσμοθετούσε ένα σύγχρονο πλαίσιο για τη διακίνηση των ΚΦ). Η πρόταση αυτή προκάλεσε τον υπερκερασμό του ασυμβίβαστου με τις διατάξεις για λιανική διάθεση των φαρμάκων, στον πολυνόμο του 2005. Δυστυχώς, όμως, η υπαναχώρηση του Συλλόγου σε ρόλο χειροκροτητή του Υπουργείου έφερε το σημερινό πλαίσιο της διάθεσης ΚΦ μέσω γραφείων παραγωγικών ζώων με αδιευκρίνιστους όρους.

Η δεύτερη μεγάλη τομή επιχειρείται μέσω της προσπάθειας επιβολής του θεσμού του “εγκεκριμένου κτηνιάτρου”. Με αυτόν τον τρόπο η δουλειά με το κομμάτι προτείνεται ως η εναλλακτική λύση στη μόνιμη, σταθερή και κανονικά πληρωμένη εργασία. Και εδώ η διατράνωση της αντίθεσης των κτηνιάτρων στο θεσμό του “εγκεκριμένου κτηνιάτρου”, σε μια συνέλευση που διεξήχθη εν μέσω δακρυγόνων τον περασμένο Δεκέμβρη, έβαλε ένα επιπλέον ανάχωμα στις μεθοδευόμενες αλλαγές.

Η δημιουργία αμιγούς Κτηνιατρικού ΝΠΔΔ επιχειρεί να αποτελέσει την τρίτη και σοβαρότερη τομή. Στόχος, όχι μόνο ο διαχωρισμός από το ΓΕΩΤΕΕ, αλλά και η ύπαρξη του πλαισίου που επιτρέπει στους κρατούντες τον κλάδο να εξετάζουν και να ελέγχουν δια βίου τους κτηνίατρους χωρίς να τους εκπαιδεύουν. Γιατί είναι τουλάχιστο ειρωνικό οι υπαίτιοι για την υποεκπαίδευση στη Σχολή και οι πρωταγωνιστές στη λειτουργία μιας αρτηριοσκληρωτικής και ανίκανης για επιμόρφωση ΕΚΕ να καμώνονται τους σωτήρες. Η διάσπαση της ΕΚΕ, η δημιουργία Εταιρίας Κτηνιάτρων Ζώων Συντροφιάς και η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τη δημιουργία ειδικοτήτων δεν αναιρούν το πρόβλημα. Αντίθετα, οι συνήγοροι των ειδικοτήτων διαγκωνίζονται ποιος θα πρωτοπρολάβει να αναλάβει το ρόλο του εκπαιδευτή-αξιολογητή. Ουσιαστικά λοιπόν μιλάμε για την πιο σοβαρή προσπάθεια κατακερματισμού των εργασιακών-επαγγελματικών δικαιωμάτων στον κλάδο και τη δημιουργία με αυτόν τον τρόπο κτηνιάτρων διαφορετικών ταχυτήτων. Μια ελίτ κτηνιάτρων θα πιστοποιεί όλους τους υπολοίπους για την απόκτηση δεξιοτήτων, τις οποίες υποτίθεται πως μόνο αυτή κατέχει. Έτσι για παράδειγμα, απαραίτητη προϋπόθεση για να χειρουργεί κάποιος θα μπορεί να γίνει το να έχει μαθητεύσει μεταπτυχιακά και να έχει πληρώσει σε κάποιον “χειρουργό” κτηνίατρο.

Εσχάτως και πάντα στην ίδια κατεύθυνση, η νομοθέτηση της κτηνιατρικής συνταγής (Υπ. Απόφαση 314738/09) έρχεται να αφαιρέσει -υπό τις ζητωκραυγές δυστυχώς του ΠΚΣ- από τον (Δημόσιο) Κτηνίατρο το εκ του πτυχίου αποκτηθέν δικαίωμα της συνταγογράφησης. Η δημιουργία ενός δεύτερου ασυμβιβάστου όχι μόνο αναιρεί το βασικότερο επαγγελματικό δικαίωμα, αλλά επιπλέον καταργεί μισθωτές θέσεις εργασίας, καθώς ένας κτηνίατρος που εργάζεται (όχι ως μισθωτός) σε συνεταιριστικές οργανώσεις ή επιχειρήσεις έχει δικαίωμα συνταγογράφησης μόνο στο βαθμό που διαθέτει άδεια λειτουργίας κτηνιατρικού γραφείου παραγωγικών ζώων, δηλαδή μόνο εάν είναι ιδιώτης.

Σίγουρα όλα τα παραπάνω δεν είναι αποσπασματικές επιλογές. Πρόκειται για όψεις μιας καλά συγκροτημένης και ολοκληρωμένης άποψης, που θέλει τους κτηνιάτρους διασπασμένους και κατηγοριοποιημένους σε πληβείους και πατρικίους. Για να επιτευχθεί όμως η διάσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων απαραίτητη συνθήκη είναι η εξάλειψη των όποιων αντιστάσεων από τη μεριά του κτηνιατρικού κόσμου. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε μια συνειδητή προσπάθεια για απαξίωση του πεδίου μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι αντιστάσεις αυτές, δηλαδή στην απονεύρωση του Συλλόγου και των διαδικασιών του. Στόχος, λοιπόν, είναι να μη λειτουργεί ο Σύλλογος και να πάψει η διεξαγωγή των Γενικών Συνελεύσεων να αποτελεί πεδίο ζυμώσεων, συζήτησης και προβληματισμού ευρύτερου κόσμου. Έτσι θα είναι πολύ πιο εύκολο να υλοποιείται οποιοσδήποτε σχεδιασμός του Υπουργείου.

Σε αυτόν ακριβώς τον άξονα έχει κινηθεί η πλειοψηφία της Διοικούσας Επιτροπής (Δ.Ε.) του ΠΚΣ, προσπαθώντας να ευθυγραμμιστεί με τους παραπάνω σχεδιασμούς. Αποδείξεις αποτελούν οι ίδιες οι πράξεις της. Από τη στιγμή της συγκρότησης της νέας Δ.Ε. -μετά τις εκλογές του Μαρτίου του 2009- πέρασαν τρεις (3) μήνες μέχρι να πραγματοποιηθεί η πρώτη Γενική Συνέλευση, στην οποία θα αποφασιζόταν το πρόγραμμα δράσης της επόμενης διετίας. Κι αυτό παρόλο που υπήρχε σαφής πρόταση από την ΑΡΠΑ για διεξαγωγή της Γενικής Συνέλευσης μέσα στον πρώτο μήνα. Εντέλει, η Γενική Συνέλευση έλαβε χώρα τη μόνη ημέρα του Ιούλιου που οι μειοψηφούσες παρατάξεις (ΑΡΠΑ και Πανεπιστημονική) είχαν δηλώσει σαφές κώλυμα. Για άλλη μια φορά οι προσκλήσεις έφτασαν σε άλλους την τελευταία στιγμή πριν τη Συνέλευση και σε άλλους μετά τη διεξαγωγή της. Ακόμα χειρότερα, δύο παραρτήματα (Ηπείρου και Θεσσαλίας) είχαν καταγγείλει τη διαδικασία, ζητώντας την αναβολή της Γ.Σ., καθώς δεν είχαν ειδοποιηθεί ούτως ώστε να προχωρήσουν σε τοπικές συνελεύσεις.

Αποτέλεσμα ήταν μια μάζωξη 10 ατόμων με 9 στα 11 μέλη της ΔΕ απόντα, που με περισσή αυθάδεια ονομάστηκε Συνέλευση. Το προκλητικό της υπόθεσης είναι ότι η Α.Κ.Κ. είχε δηλώσει ότι η συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν η μόνη που θα τους διευκόλυνε ώστε να ήταν όλοι παρόντες. Τελικά το Πρόγραμμα Δράσης της Α.Κ.Κ. και όχι της Δ.Ε. (σύμφωνα με την ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Π.Κ.Σ.), υπερψηφίστηκε από 8 άτομα!

Η απαξίωση του Συλλόγου δεν περιορίζεται μόνο στις διαδικασίες των Γ.Σ., αλλά σε ολόκληρη τη λειτουργία του. Έτσι η Κτηνιατρική Ενημέρωση βγαίνει με ένα χρόνο καθυστέρηση, χωρίς Συντακτική Επιτροπή, με αποτέλεσμα την ελλιπή και ετεροχρονισμένη ενημέρωση των κτηνιάτρων, οι οποίοι ακόμα και από την ιστοσελίδα του Π.Κ.Σ. ενημερώνονται μόνο απ’ όσα “φιλτράρονται” από την Α.Κ.Κ.. Παράλληλα ορισμένα από τα παραρτήματα συνεχίζουν να είναι απλώς σφραγίδες (χωρίς δραστηριότητα, χωρίς Γενικές Συνελεύσεις, χωρίς επαφή με τα μέλη τους).

Αυτό όμως που προκαλεί την πιο αλγεινή εντύπωση είναι η διακοπή των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη ΣΣΕ με το Δημόσιο και τις εταιρείες κτηνιατρικών φαρμάκων λόγω της αιφνιδιαστικής απόλυσης του εργατολόγου δικηγόρου του Συλλόγου. Αυτού που με τη βοήθειά του ο Π.Κ.Σ. είχε πετύχει μια σειρά νικών, όπως η μονιμοποίηση των συμβασιούχων συναδέλφων το 2004, η αναγνώριση από τον ΟΜΕΔ και η υπογραφή Σ.Σ.Ε., ο χαρακτηρισμός της Σ.Σ.Ε. ως υποχρεωτικής κ.λπ.. Φαίνεται, όμως, ότι όλα τα παραπάνω ενόχλησαν όσους θέλουν το Σύλλογο απλά έναν διεκπεραιωτή των υπουργικών αποφάσεων και γι’ αυτό η σύνταξη κειμένου κατά της απόφασης του ΟΑΕΔ να μη θεωρεί τους απόφοιτους κτηνιατρικής άνεργους θεωρήθηκε λόγος λύσης της συνεργασίας..

Τελευταίο επεισόδιο στο γαϊτανάκι της ανυποληψίας της Δ.Ε. : η ομόφωνη απόφαση της για γενική συνέλευση στις 17/1/10 διολίσθησε -εν αγνοία των εκτός πλειοψηφίας παρατάξεων- σε “συνεδρίαση” του προεδρείου Δ.Ε. και των προέδρων των παραρτημάτων, χωρίς καν ημερήσια διάταξη. Η λογική “το μαγαζάκι μου”, το κουρέλιασμα κάθε καταστατικής λειτουργίας στην υπερβολή τους ανοίγουν το δρόμο για νέες διασπάσεις του κλάδου.

Το δίλημμα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι πολύ συγκεκριμένο. Ο ΠΚΣ μπορεί να έχει δύο διαφορετικές φυσιογνωμίες: είτε να αποτελεί έναν απλό μηχανισμό διεκπεραίωσης υπουργικών αποφάσεων και δεξαμενής ψήφων για τη μία ή την άλλη επιλογή διαχείρισης, είτε να παραμένει ανεξάρτητος και να χαράζει πολιτική για το σύνολο των μελών του, πάντα με γνώμονα τις συλλογικές τους ανάγκες. Αυτό είναι που θα κρίνει και σε τελευταία ανάλυση την έκβαση της υπεράσπισης των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων. Όσο επιτρέπουμε να συνεχίζονται πρακτικές απαξίωσης και υποβάθμισης, τόσο θα είμαστε έρμαιο των καλών σχέσεων και επαφών με τη μια ή τη άλλη πολιτική ηγεσία, και τόσο περισσότερο θα κινδυνεύουν τα κεκτημένα του κλάδου μας. Αντίθετα, όσο εμμένουμε στη ζωντάνια του Συλλόγου, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για κάθε επίδοξο διαχειριστή των συμφερόντων μας να μας επιβληθεί.

Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι πως θα προσπαθήσουμε να μοιράσουμε την υπάρχουσα πίτα, που ούτως ή άλλως είναι μικρή. Αντιθέτως, οφείλουμε να αντιληφθούμε πως προϋπόθεση για την υπεράσπιση των συμφερόντων μας είναι η ενεργή συμμετοχή όλων μας. Γιατί, όσο διεξάγονται μαζικές συλλογικές διαδικασίες και ξεδιπλώνεται όλος ο πλούτος των αντιθέσεων μέσα σε αυτές, τόσο ο κτηνιατρικός κόσμος θα συνεχίσει να παραμένει ενεργός, να προβληματίζεται, να συζητά, να αμφισβητεί, να σκέφτεται και να βρίσκει λύσεις στα συλλογικά του προβλήματα. Κατά συνέπεια θα είναι και δύσκολα χειραγωγήσιμος.

Με αυτόν τον τρόπο θα συνεχίσουν να πέφτουν στο κενό προσπάθειες όπως αυτές του Κυριάκη στο πρόσφατο Πανελλήνιο Κτηνιατρικό Συνέδριο, που αποσκοπούσαν στο να εκβιάσουν τη λήψη αποφάσεων (δια βοής) για τις αλλαγές στο κτηνιατρικό επάγγελμα. Μόνο έτσι μπορεί όχι μόνο η υπεράσπιση αλλά και η διεύρυνση των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων να πάρουν σάρκα και οστά. Νέες θέσεις εργασίας σε όλο το φάσμα του γνωστικού μας αντικειμένου (ζώα συντροφιάς, παραγωγικά ζώα, τρόφιμα) να ανοιχτούν ως απάντηση στη συρρίκνωση τους μέσω των ειδικοτήτων, των μοριοδοτήσεων και των κατηγοριοποιήσεων. Να υπερασπιστούμε μόνιμες, σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας για ιδιώτες υπεύθυνους εκτροφών (ΠΔ 344/2000) και μόνιμους δημόσιους ως αντιπρόταση στο θεσμό του “εγκεκριμένου” κτηνιάτρου. Η άρση των ασυμβιβάστων, η υπεράσπιση του κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισής μας, τα αναχώματα σε κάθε λογική κατακερματισμού του σώματος των κτηνιάτρων, είναι μόνο λίγες από τις προτάσεις που μπορούν να δώσουν ένα τέλος στη μεμψιμοιρία, στη φαυλότητα των προβλημάτων και στα αδιέξοδα που μας έχει οδηγήσει η πολιτική του Υπουργείου και των απολογητών του.

Να ξαναδώσουμε, λοιπόν, στο Σύλλογο τη ζωντάνια που του πρέπει, για να πάψουμε να μετράμε χαμένες ευκαιρίες.

ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
επιστροφή