«Kαινοτόμες προτάσεις του Δημ. Γαλαμάτη για τη γενιά που θα έχει οικολογικές συνήθειες από την... κούνια»
Aναδημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο από την εφημερίδα της Λάρισας «EΛEYΘEPIA», που αφορά τις προτάσεις του συναδέλφου πρ. βουλευτή Δημήτρη Γαλαμάτη, για τη Bιολογική KτηνοτροφίαΜια οραματική πρόταση για την «πράσινη γενιά», τα παιδιά που μόλις κάνουν τα πρώτα βήματά τους στον κόσμο, καταθέτει σήμερα μέσω της «Ε» ο πρ. βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας, Κτηνίατρος – Ζωοτέχνης και Υποψήφιος Διδάκτορας Κτηνιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Δημήτρης Γαλαμάτης.
Μιλώντας στην «Ε» καταθέτει σειρά μέτρων για τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, στα οποία (μέτρα) ξεχωρίζει η πρότασή του για τη χάραξη στρατηγικής, «ώστε η γενιά που θα κατοικήσει στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια, να είναι μία «πράσινη γενιά», η οποία:
- θα διατρέφεται με βιολογικά προϊόντα μετά το θηλασμό,
- θα ντύνεται επίσης με ρούχα από βιολογικές πρώτες ύλες, αφού θα συμφέρει και οικονομικά τους γονείς, λόγω αφαίρεσης αυτών των εξόδων από το φορολογητέο εισόδημα,
- θα μεγαλώνει καταναλώνοντας βιολογικά προϊόντα από το σχολικό του κυλικείο,
- θα μαθαίνει στο σχολείο για την αξία αυτών των προϊόντων του
- και θα ενηλικιώνεται πλέον με μια άλλη φιλοσοφία ζωής, με περιβαλλοντολογική συνείδηση, αφού πλέον θα οδηγεί υβριδικό αυτοκίνητο, θα έχει εχθρό του το τσιγάρο και θα υιοθετεί έναν καταναλωτικό τρόπο ζωής - βιώσιμο και αειφορικό.
Αυτή η «πράσινη γενιά» είναι βέβαιο ότι, λόγω της διαδρομής που θα έχει ακολουθήσει, θα εγκαθιδρύσει το μοντέλο ανάπτυξης που και μέσω της βιολογικής αγροτικής παραγωγής η πρόταση υποδεικνύει», επισημαίνει ο κ. Δημήτρης Γαλαμάτης.
Εξειδικεύοντας την πρότασή του για την περαιτέρω ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, ο κ. Δημήτρης Γαλαμάτης εισηγείται:
- Συγκροτημένη και στοχευμένη πολιτική εξαγωγών. Ως παράδειγμα της έλλειψης αυτής της πολιτικής είναι το γεγονός ότι στη Δανία μια χώρα που το 40% των βιολογικών φρούτων και λαχανικών που κυκλοφορούν στην αγορά της (2005) εισάγονται, η Ελλάδα, όπου αυτά τα προϊόντα παράγονται σε μεγάλα ποσοστά, καλύπτει μόλις το 0,23% του μεριδίου των εισαγωγών της σε αυτά τα προϊόντα.
- Συγκροτημένη και στοχευμένη πολιτική μείωσης των εισαγωγών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη Μ. Βρετανία όπου το 65% των βιολογικών προϊόντων που πωλήθηκαν στο λιανικό εμπόριο το 2006 ήταν βρετανικής προέλευσης και το 35% εισήχθη (στη χώρα μας ισχύει 65% εισαγωγές,35% εγχώρια παραγωγή), το Βρετανικό Υπουργείο Γεωργίας έχει ήδη χρηματοδοτήσει σχετική έρευνα, η οποία καταγράφει τις εισαγωγές βιολογικών προϊόντων από άλλες χώρες, με σκοπό την επεξεργασία των πληροφοριών, ώστε να βρεθούν οι λόγοι, που οδήγησαν στις εισαγωγές, με τελικό στόχο την αύξηση της εγχώριας παραγωγής, για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών στο τομέα των βιολογικών προϊόντων.
- Στοχευμένη και ορθολογική πολιτική επιδοτήσεων, όχι μόνο στον πρωτογενή τομέα, αλλά σε όλο το φάσμα των βιολογικών προϊόντων. Θα μπορούσε να δρομολογηθεί η μετατροπή των κυλικείων των σχολείων σε κυλικεία πώλησης μόνο βιολογικών προϊόντων -όπως συμβαίνει στην Ιταλία και την Αυστρία- και η ενδεχόμενη διαφορά στην τιμή να καλυφθεί από την κρατική ενίσχυση, τουλάχιστον σε ένα αρχικό στάδιο. Ειδικά για τον πρωτογενή τομέα, δεν μπορείς να επιδοτείς αδρά έναν χοιροτρόφο, που δεν του έχεις εξασφαλίσει τη σφαγή και την τυποποίηση του παραγόμενου κρέατος. Δεν μπορούμε να αναμένουμε θετικά αποτελέσματα για την παραγωγή του αιγοπρόβειου κρέατος, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι καλύπτεται το πρόβλημα της σφαγής, του τεμαχισμού και της τυποποίησης, αν δεν αλλάξει μέσω της αγοράς η πιο παραδοσιακή συνήθεια του Έλληνα, να αγοράζει ολόκληρο αμνοερίφιο από το τσιγγέλι, αν δεν ενισχυθεί η κουλτούρα της αγοράς τεμαχίων αμνοεριφίων, όπως για π.χ. συμβαίνει με το κοτόπουλο.
- Αφαίρεση από το φορολογητέο εισόδημα εξόδων για την αγορά βιολογικών προϊόντων. Σήμερα για παράδειγμα εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα μεταξύ άλλων έξοδα δεξιώσεων γάμων και βαπτίσεων, αμοιβές διαιτολόγων, διατροφολόγων, δίδακτρα για σχολές πολεμικών τεχνών, χορού και ρυθμικής γυμναστικής, γυμναστήρια, κολυμβητήρια, ταβέρνες, εστιατόρια, καφετερίες, κέντρα διασκέδασης, κ.λπ.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Ακτινογραφώντας την αγορά βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα, ο κ. Δημ. Γαλαμάτης τονίζει (παραθέτοντας και στατιστικά στοιχεία) τη μεγάλη ανάπτυξή της, επισημαίνει όμως ότι η εις βάθος ανάλυσή της οδηγεί στον εντοπισμό συγκεκριμένων προβλημάτων.
Ποια είναι αυτά; Εξηγεί:
«- Ο τζίρος των βιολογικών προϊόντων αν και διαρκώς αυξάνεται παραμένει χαμηλός, αφού για το 2006 σε τιμές λιανικής εκτιμάται στα 52 εκατ. ευρώ όταν για το ίδιο έτος τον υψηλότερο τζίρο στην αγορά των βιολογικών προϊόντων παρουσίαζε η Γερμανία με 4,6 δισ. ευρώ και η Μεγάλη Βρετανία με 2,83 δισ. ευρώ, ενώ το υψηλότερο ανά άτομο ποσό για αγορά βιολογικών προϊόντων κατείχε η εκτός ΕΕ Ελβετία με 100 Ευρώ/άτομο/έτος.
- Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι το 65% της εγχώριας αγοράς βιολογικών προϊόντων καλύπτεται από εισαγόμενα προϊόντα, ενώ το 70-75% της εγχώριας βιολογικής παραγωγής εξάγεται. Αυτό βέβαια εξηγείται από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό καλλιεργούμενων με βιολογικό τρόπο εκτάσεων καλύπτεται με καλλιέργειες που τα προϊόντα τους αποτελούν εξαγώγιμα είδη, όπως συνέβαινε και με τη συμβατική γεωργία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τη βιολογική ελαιοκαλλιέργεια που με 600.000 στρέμματα το 2006 κάλυπτε το 30% και πλέον της συνολικά καλλιεργούμενης με βιολογικό τρόπο έκτασης της χώρας για την ίδια χρονιά, το 70% της παραγωγής είχε σαν προορισμό χώρες του εξωτερικού. Αντίστοιχα για τα κρασιά από βιολογικά σταφύλια το 20% εξήχθη το 2006, ενώ για τα βιολογικά εσπερειδοειδή οι εξαγωγές την ίδια χρονιά ξεπέρασαν το 65%.
- Σημαντικό πρόβλημα στη χώρα μας αποτελεί το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των παραγωγών όπως προκύπτει από έρευνα στην Αιτωλοακαρνανία, το νομό με τα υψηλότερα ποσοστά βιολογικής παραγωγής στη χώρα μας, σε παραγωγούς βιολογικής κτηνοτροφίας, σύμφωνα με την οποία το 70% των ερωτηθέντων είναι απόφοιτοι δημοτικού, ενώ το ποσοστό που έχει λάβει ανώτερη μόρφωση (2%) διατηρείται ως ελάχιστο.
- Εξίσου σοβαρό πρόβλημα αποτελεί η απουσία χρηματοδότησης της έρευνας στον τομέα αυτό, καθώς από τα 80 εκατ. ευρώ περίπου που δίνονται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ετησίως στην Ε.Ε. για έρευνα, στο σχετικό πίνακα που αναφέρει την ανά κράτος δαπάνη, όπου η Γερμανία είναι πρώτη με 20 εκατ. ευρώ και η Λιθουανία τελευταία με λιγότερα από 100 χιλ. ευρώ, η Ελλάδα δεν υπάρχει καν. Επίσης στη χώρα μας παρατηρείται μεγάλη έλλειψη ειδικευμένων στη βιολογική παραγωγή επιστημόνων, παρά την έστω μικρή συμμετοχή των σχετικών μαθημάτων στα προγράμματα σπουδών των Κτηνιατρικών και Γεωπονικών σχολών και των αντίστοιχων σχολών Φυτικής και Ζωικής παραγωγής των ΤΕΙ και τη λειτουργία ενός ΤΕΙ βιολογικής γεωργίας στην Κεφαλονιά.
- Εμπόδιο στην αγορά των βιολογικών προϊόντων αποτελεί και η σύγχυση που δημιουργείται στους καταναλωτές από την πανσπερμία «ποιοτικών» προϊόντων που κατακλύζουν την αγορά. Έτσι για παράδειγμα αυτοί που σπεύδουν να αγοράσουν «χωριάτικο κοτόπουλο», αυγά από κότες «ελευθέρας βοσκής», φέτα από παραγωγούς απομακρυσμένων χωριών ή ΠΟΠ ή ΠΓΕ προϊόντα, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτά τα προϊόντα ενδεχομένως να είναι ποιοτικά, δεν είναι όμως βιολογικά, καθώς δεν εφαρμόζονται για αυτά τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται στα βιολογικά (απαγόρευση χρήσης χημειοπροστατευτικών, διατροφή αποκλειστικά με βιολογικές ζωοτροφές).
- Σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η βιολογική παραγωγή είναι η διασφάλιση της φυτοπροστασίας και της υγείας των εκτρεφόμενων ζώων και, επιπλέον, η ασφάλεια των προϊόντων. Η ρητή απαγόρευση της χρήσης συνθετικών χημικών ουσιών και αντιβιοτικών είναι βέβαιο ότι σχεδόν εξαλείφει τους χημικούς κινδύνους των βιολογικά παραγόμενων προϊόντων, ενδέχεται όμως να αυξάνει τους βιολογικούς ( μικρόβια, ιοί, παράσιτα ).
- Αξίζει να σημειωθεί ότι η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία στη χώρα μας είναι επιδοτούμενες. Πιο συγκεκριμένα με ΚΥΑ από το 2004 ρυθμίζονται οι επιδοτήσεις στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία ανά καλλιέργεια και είδος, ενώ είναι στη φάση του προγραμματισμού αντίστοιχο για το 2007-2013. Ενισχύσεις επίσης δίνονται τόσο στον πρωτογενή, όσο και στο δευτερογενή τομέα και μέσω των αναπτυξιακών νόμων.
Στο παραπάνω πρόγραμμα επιδοτήσεων εντάχθηκαν περίπου 250.000 στρ. , ενώ με τροποποιημένη ΚΥΑ για τη βιολογική κτηνοτροφία, λόγω της υψηλής ενίσχυσης που προέβλεπε, παρατηρήθηκε σημαντικό ενδιαφέρον για συμμετοχή, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι στην 1η προκήρυξη που έγινε το 2005 ο αριθμός των αιτήσεων ξεπέρασε το διαθέσιμο προϋπολογισμό του μέτρου. Έτσι ίσως ερμηνεύεται και η ραγδαία αύξηση της βιολογικής αιγοπροβατοτροφίας, αλλά ιδιαίτερα της χοιροτροφίας, η οποία το 2006 κάλυπτε το 13% της εγχώριας χοιροτροφίας. Παρόλα αυτά όμως ο τομέας ιδιαίτερα της κρεοπαραγωγούς κτηνοτροφίας (αιγοπροβατοτροφία, χοιροτροφία) παρουσιάζει τεράστιο πρόβλημα διάθεσης των προϊόντων, καθώς τόσο από τον Καν. 2092/91, όσο και από ΚΥΑ της εθνικής μας νομοθεσίας, επιβάλλεται η διάθεση του κρέατος βιολογικών εκτροφών να γίνεται σε κλειστή συσκευασία, κατάλληλα επισημασμένη, επομένως προϋποθέτει την ύπαρξη πιστοποιημένων σφαγείων, μονάδων τεμαχισμού και τυποποίησης. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν ελάχιστες τέτοιες εγκαταστάσεις (ένα πιστοποιημένο σφαγείο στην Κ. Μακεδονία και ένα νέο στην Κρήτη), με αποτέλεσμα το τελικό παραγόμενο προϊόν να διατίθενται στην αγορά συνήθως ως συμβατικό, ενώ την προστιθέμενη αξία που δίνει η βιολογική εκτροφή, ο παραγωγός τελικά την εισπράττει από την υψηλή επιδότηση».
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Κι ο κ. Δημ. Γαλαμάτης επισημαίνει: «Παρόλο που ο τομέας της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας έχει τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε σημαντικό τομέα παραγωγής πλούτου, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας των καταναλωτών, εξακολουθεί να αποτελεί ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Για να μπορέσει να επιτευχθεί ο στόχος της αύξησης τόσο της παραγωγής όσο και του τζίρου των βιολογικών προϊόντων, να αυξηθεί η ζήτηση αλλά και να αυξηθούν τα ποσοστά των Ελληνικών βιολογικών προϊόντων, τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στις εξαγωγές, χρειάζεται συγκεκριμένη στρατηγική και ολοκληρωμένες πολιτικές. Κομβικό στοιχείο που θα καταστήσει το μέλλον τους ελπιδοφόρο αποτελεί η ενημέρωση: των παραγωγών, των καταναλωτών, των οικονομικών αλλά και πολιτικών παραγόντων. Η ενημέρωση, η οποία με τεκμηριωμένο τρόπο και χωρίς δογματισμούς».