29/10/2014

Άρθρο για τον Καταρροϊκό Πυρετό του Κων/νου Σπ. Κυριάκη

KATAROIKOSΓιατί ο εμβολιασμός κατά του καταρροϊκού πυρετού θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει εχθές

Κωνσταντίνος Σπ. Κυριάκης, DVM, PhD, Department of Infectious Diseases, College of Veterinary Medicine, University of Georgia, Athens, GA, USA
csk@uga.edu

Εισαγωγή

Ο καταρροϊκός πυρετός είναι ένα από τα πλέον σοβαρά ιογενή νοσήματα των μηρυκαστικών και κυρίως των προβάτων (Verwoerd και Erasmus 2004, Darpel et al. 2007). Οφείλεται σε ιό του γένους Orbivirus της οικογένειας Reoviridae (Mertens et al. 2005). Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί 26, γενετικά και αντιγονικά, διακριτοί ορότυποι του ιού (Mann et al. 2011, Roy 2013). Μεταδίδεται μέσω δίπτερων αιματοφάγων εντόμων, που ανήκουν στο γένος Culicoides (Mellor et al. 1983). Κύρια εστία του ιού και πηγή των περισσοτέρων ορότυπων του είναι η Αφρικανική Ήπειρος και η Μέση Ανατολή (Verwoerd και Erasmus 2004, Mellor et al. 2008). Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, σποραδικές επιζωοτίες είχαν καταγραφεί στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ιβηρική χερσόνησο, στις Βαλεαρίδες νήσους, στην Κορσική, στη Σικελία, στη Νότιο Ιταλία, στα νησιά του Αιγαίου και στη Βαλκανική (Wilson και Mellor 2009), γεωγραφικές περιοχές που συνέπιπταν με το βιότοπο του κύριου ενδιάμεσου ξενιστή του ιού Culicoides imicola. Την τελευταία δεκαπενταετία, η επιδημιολογία και η οικολογία του ιού έχουν αλλάξει δραματικά. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει η κλιματική αλλαγή, η οποία ευνοεί την εξάπλωση του ιού προς βορρά αφού αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης του ενδιάμεσου ξενιστή και δίνει την ευκαιρία στον ιό να διευρύνει το εύρος των ειδών που μπορούν να αποτελέσουν τον ενδιάμεσο ξενιστή του (Purse et al. 2005, Guis et al. 2011). Έτσι, από το 1998-99 και μετά, κρούσματα καταρροϊκού πυρετού παρατηρούνται και πέραν του 40ου παράλληλου, βορειότερα δηλαδή από το φυσικό βιότοπο του Culicoides imicola (Panagiotatos 2004, Mellor et al. 2008).

Η επιζωοτία του 2006-09 στη Βόρεια Ευρώπη

Η σοβαρότερη επιζωοτία καταρροϊκού πυρετού στην Ευρώπη σημειώθηκε κατά την τριετία 2006-09. Τον Αύγουστο του 2006, ορότυπος 8 του ιού προσέβαλε αιγοπρόβατα και βοοειδή στην Ολλανδία και στη συνέχεια στο Βέλγιο (Toussaint et al. 2006). Τον ίδιο χρόνο κρούσματα ταυτοποιήθηκαν στη Γερμανία, στη Βόρεια Γαλλία και στο Λουξεμβούργο (EFSA 2007, Zientara et al. 2010). Ο ιός αποδείχθηκε ανθεκτικός και επιβίωσε το βαρύ χειμώνα του Ευρωπαϊκού βορρά και επανήλθε το 2007 στις χώρες που προσέβαλε το 2006 και επιπλέον στη Μεγάλη Βρετανία, στη Δανία, στην Ελβετία και στην Τσεχία, για να απομονωθεί το 2008 στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στη Σουηδία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και, τέλος, τον Ιανουάριο του 2009 στη Νορβηγία (DEFRA 2007, Rasmussen et al. 2010, Sperlova και Zendulkova 2011). Σημαντικό ρόλο στην επιβίωση του ιού κατά τους χειμώνες των παραπάνω ετών πιστεύεται πως έπαιξαν τα βοοειδή, στα οποία ο ιός, αν και δεν προκαλεί σοβαρή νόσο, πολλαπλασιάζεται μέχρι και για τρεις μήνες (Verwoerd και Erasmus 2004, Wilson και Mellor 2009). Επίσης, πιθανολογείται πως και τα άγρια μηρυκαστικά συνέβαλλαν στη διαχείμαση του ιού (Ruiz-Fons et al. 2014). Σημειώνεται, πως ο συγκεκριμένος ορότυπος μεταδίδεται και κάθετα, από τη μητέρα στα έμβρυα, αλλά και οριζόντια, με την άμεση επαφή μεταξύ των ζώων (Menziens et al. 2008).

Η επιζωοτία του 2006-09 προκάλεσε σοβαρότατες οικονομικές απώλειες στην κτηνοτροφία των χωρών που έπληξε, κυρίως σε εκτροφές μικρών μηρυκαστικών. Συγκεκριμένα στην Ολλανδία, η οικονομική ζημιά του κλάδου υπολογίζεται πως ξεπέρασε τα 200 εκατομμύρια ευρώ (Velthuis et al. 2010). Παρόλα αυτά, αποτέλεσε και μία ευκαιρία για την καλύτερη μελέτη του ιού και την διερεύνηση αποτελεσματικότερων μέτρων ελέγχου της νόσου και εκρίζωσής της. Πριν το 2006, τα εμβόλια που είχαν χρησιμοποιηθεί στην Ευρώπη (κυρίως στην Ιταλία και στην Ισπανία) ήταν ελαττωμένης λοιμογόνου δύναμης (ζωντανά) και είχαν σοβαρά προβλήματα ασφάλειας (Veronesi et al. 2005, Savini et al. 2007). Μετά το 2006, αναπτύχθηκαν και μελετήθηκαν αδρανοποιημένα (νεκρά) εμβόλια τα οποία αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά και απολύτως ασφαλή (Eschbaumer et al. 2009, Wäckerlin et al. 2010, Zientara και Sanchez-Vizcaino 2013). Πιστεύεται πως η επιφυλακτικότητα των κτηνιατρικών αρχών της Ολλανδίας και του Βελγίου που δεν προχώρησαν σε εμβολιασμό των ευπαθών ζώων είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες και κατά το δεύτερο χρόνο της επιζωοτίας, το 2007 (Wilson και Mellor 2009). Αντίθετα, η Γερμανία προχώρησε στην εφαρμογή μαζικών εμβολιασμών βοοειδών και μικρών μηρυκαστικών που συνεισέφεραν όχι μόνο στη μείωση των οικονομικών απωλειών της κτηνοτροφίας της αλλά και στην τελική εκρίζωση της νόσου (Baetza 2014). Η εμπειρία της επιζωοτίας του ορότυπου 8 στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη, θα έπρεπε να αποτελέσει και για εμάς μάθημα για την επιτυχή αντιμετώπιση του καταρροϊκού πυρετού.

Ο καταρροϊκός πυρετός στην Ελλάδα

Μέχρι την επιζωοτία του 2014 τα περισσότερα κρούσματα του καταρροϊκού πυρετού στην Ελλάδα, προερχόμενα κυρίως από τα Μικρασιατικά παράλια, αντιμετωπίζονταν επιτυχώς με την εφαρμογή ζωνών προστασίας, επιτήρησης και ελέγχου και τη θανάτωση των προσβεβλημένων ζώων (Nomikou et al. 2004). Ιδίως στην περίπτωση κρουσμάτων σε νησιά, ο έλεγχος της νόσου ήταν σχετικά εύκολος και η εκρίζωση του ιού εφικτή εντός μερικών μηνών.

Από το Μάιο του 2014, οπότε και εντοπίστηκε το πρώτο κρούσμα καταρροϊκού πυρετού στη Λακωνία μέχρι σήμερα (Οκτώβριος 2014), ο ιός του καταρροϊκού πυρετού που ανήκει στον ορότυπο 4 έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια (Vasileiou και Fthenakis 2014, OIE 2014, Kyriakis et al. 2015). Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας των Ζώων (ΠΟΥΖ) έχουν καταγραφεί και επιβεβαιωθεί εργαστηριακά κρούσματα σε περισσότερες από 300 εκτροφές στη χώρα μας. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ) έχει ανακοινώσει 900 εκτροφές, ενώ ο πραγματικός αριθμός των εκτροφών που έχουν πληγεί πρέπει να ξεπερνάει τις 1500. Επιπλέον, ο ιός με εστία την Ελλάδα έχει εξαπλωθεί σε όλα τα Βαλκάνια και στην Τουρκία. Η Τουρκία, αμέσως μετά τα πρώτα κρούσματα, εφαρμόζοντας άμεσα προληπτικό εμβολιασμό στα ευπαθή ζώα (μικρά μηρυκαστικά και βοοειδή) πέτυχε να αναχαιτίσει την επιζωοτία.

Τα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα περιορίστηκαν αρχικά στη δημιουργία ζωνών προστασίας, επιτήρησης και ελέγχου. Θανατώθηκαν ασθενή ζώα μόνο για λόγους ευζωίας και όχι για τον περιορισμό των κρουσμάτων. Στη συνέχεια έγιναν συστάσεις για τη χρήση εντομοαπωθητικών και εντομοκτόνων. Η ταχεία εξάπλωση της νόσου απέδειξε πως τα μέτρα αυτά υπήρξαν απολύτως αναποτελεσματικά.

Στις 23 Οκτωβρίου 2014, πραγματοποιήθηκε στο ΥπΑΑΤ σύσκεψη με θέμα την αντιμετώπιση του καταρροϊκού πυρετού. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, για ακόμα μία φορά, αποφασίστηκε ο μη εμβολιασμός των ευπαθών ζώων και η επανεξέταση του ζητήματος στο μέλλον. Από την έναρξη της επιζωοτίας μέχρι και σήμερα, επίσημα ή ανεπίσημα, δύο είναι τα κύρια επιχειρήματα εναντίον της εφαρμογής μαζικών εμβολιασμών σε βοοειδή και αιγοπρόβατα: (α) η ανάπτυξη φυσικής ανοσίας μετά από τη μόλυνση των μηρυκαστικών που τον επόμενο χρόνο θα είναι προστατευμένα έναντι του ιού και (β) ο χειμώνας, κατά τον οποίο θα έχουμε ανάσχεση της δραστηριότητας του ενδιάμεσου ξενιστή, με αποτέλεσμα τη μη επιβίωση του ιού. Τα επιχειρήματα αυτά είναι επιστημονικά λανθασμένα και θέτουν σε κίνδυνο έναν από τους ελάχιστους παραγωγικούς τομείς της Ελληνικής οικονομίας.

Γιατί τα επιχειρήματα εναντίον των εμβολιασμών είναι επιστημονικά εσφαλμένα και γιατί η περαιτέρω καθυστέρηση της απόφασης για την εφαρμογή μαζικών εμβολιασμών θα αποβεί προβληματική

Η ανάπτυξη «φυσικής ανοσίας» δεν ευσταθεί για τους παρακάτω λόγους:
α) Μόνο τα ζώα που μολύνθηκαν το 2014 μπορούν δυνητικά να είναι προστατευμένα έναντι του ιού τον επόμενο χρόνο.
β) Με δεδομένο πως σε κάθε εκτροφή δε μολύνθηκαν όλα τα ζώα, αυτόματα ο υπόλοιπος πληθυσμός καθίσταται ευπαθής στον ιό.
γ) Ζώα που γεννήθηκαν μετά την εποχική έξαρση της επιζωοτίας δεν έχουν αντισώματα κατά του ιού. Ακόμα και αυτά που έλαβαν αντισώματα από το πρωτόγαλα μετά το πέρας δύο ή τριών μηνών, δεν είναι προστατευμένα.
δ) Εκτροφές στις οποίες εφαρμόστηκαν επιτυχώς εντομοαπωθητικά και εντομοκτόνα δε μολύνθηκαν και άρα παραμένουν ευάλωτες στον ιό.
ε) Ζώα (κυρίως βοοειδή) που εισάγονται από χώρες ελεύθερες του καταρροϊκού πυρετού δεν έχουν καμία ανοσία έναντι του ιού.
στ) Για να υπάρξει συνολική προστασία έναντι μελλοντικής επιζωοτίας, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη ανοσίας αγέλης (herd immunity). Με άλλα λόγια, πρέπει ικανός αριθμός ζώων να έχει υψηλό τίτλο αντισωμάτων προκειμένου να αναχαιτιστεί η παραπέρα εξάπλωση του ιού. Δεν υπάρχει καμία μελέτη για την ανοσία αγέλης προερχόμενη από «φυσική ανοσοποίηση» μηρυκαστικών μετά από επιζωοτία καταρροϊκού πυρετού. Επιπλέον, γνωρίζουμε πως για να επιτευχθεί ανοσία αγέλης μετά από μαζικούς εμβολιασμούς θα πρέπει να έχει εμβολιαστεί τουλάχιστον το 90% του πληθυσμού (Fine 1993, Fine et al. 2011).

Σύμφωνα με το ΥπΑΑΤ, έχει ξεκινήσει μελέτη για τη διερεύνηση του ποσοστού των ζώων ανά εκτροφή που έχουν αναπτύξει αντισώματα έναντι του ιού και θεωρούνται προστατευμένα. Για το σκοπό αυτό έχουν επιλεγεί 10 εκτροφές σε όλη την Ελλάδα στις οποίες πραγματοποιείται καθολική αιμοληψία. Πιθανόν ο αριθμός των εκτροφών που θα μελετηθούν να αυξηθεί. Στην πραγματικότητα, το ΥπΑΑΤ, με άλλοθι αυτή τη μελέτη χρονοτριβεί και δεν λαμβάνει τις ευθύνες του προκειμένου να εφαρμόσει άμεσα μαζικούς εμβολιασμούς. Άγνωστο παραμένει πως το υπουργείο σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα που θα προκύψουν και με ποια επιστημονική βάση μπορεί να τα ερμηνεύσει. Είναι σαφές πως μια τόσο περιορισμένη μελέτη δεν είναι δυνατόν να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για το σύνολο της κατάστασης των εκτροφών σε όλη τη χώρα.

Το επιχείρημα λοιπόν της «φυσικής ανοσίας» είναι αντιεπιστημονικό και απολύτως εσφαλμένο. Η επανάληψη της επιζωοτίας του καταρροϊκού πυρετού του 2006 το 2007 στην Ολλανδία και το Βέλγιο αποδεικνύουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως είναι τουλάχιστον επιπόλαιο να βασίσουμε τις ελπίδες μας για τον έλεγχο της νόσου σε μία μη τεκμηριωμένη θεωρία.

Το επιχείρημα του επερχόμενου χειμώνα που θα «σκοτώσει» τον ιό αφού «δε θα πετάνε πια οι σκνίπες» είναι εξίσου εσφαλμένο. Πέρα από το γεγονός πως ο χειμώνας στην Ελλάδα, και ιδίως στη νότια χώρα, είναι εξαιρετικά ήπιος και άρα ο ενδιάμεσος ξενιστής παραμένει δραστήριος για περισσότερους μήνες το χρόνο σε σχέση με χώρες της Βόρειας Ευρώπης, ο ιός μπορεί να διατηρηθεί για μήνες σε άλλα είδη ζώων όπως βοοειδή και άγρια μηρυκαστικά. Είναι απορίας άξιον, πως υποστηρίζεται η άποψη ότι ο ιός δε θα διαχειμάσει στην Ελλάδα, όταν πρόσφατα αποδείχθηκε πως επιβίωσε το χειμώνα στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία.

Η καθυστέρηση λήψης απόφασης για την εφαρμογή μαζικών εμβολιασμών έναντι του ορότυπου 4 του καταρροϊκού πυρετού θα έχει ως αποτέλεσμα σοβαρά πρακτικά προβλήματα. Όποιος έχει στοιχειώδεις γνώσεις για τη διαδικασία παρασκευής εμβολίων, γνωρίζει πως απαιτούνται μήνες για την παράδοση μεγάλου αριθμού δόσεων ενός νέου εμβολίου. Οι φαρμακευτικές εταιρείες που θα αναλάβουν την παρασκευή του εμβολίου, οφείλουν να ακολουθήσουν αυστηρές προδιαγραφές και κανόνες κατά τη διαδικασία παραγωγής του εμβολιακού στελέχους αλλά και ελέγχους αντιγονικότητας και ασφάλειας για κάθε παρτίδα. Διαδικασίες οι οποίες είναι απαραίτητες αλλά και χρονοβόρες. Όσο περισσότερο καθυστερεί η απόφαση για την εφαρμογή μαζικών εμβολιασμών, τόσο θα καθυστερήσει και η διάθεση του εμβολίου. Αν για παράδειγμα, το ΥΠΑΑΤ αποφασίσει τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο του 2015 να γίνουν εμβολιασμοί, το εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο το καλοκαίρι όταν θα έχουν ήδη εμφανιστεί νέα κρούσματα και δε θα υπάρχει χρόνος προκειμένου τα εμβολιασμένα κοπάδια να αναπτύξουν ισχυρή ανοσία αγέλης.

Όπως προαναφέρθηκε, η Τουρκία έχει ήδη εφαρμόσει μαζικούς εμβολιασμούς στα μηρυκαστικά της. Επιπλέον, το Σεπτέμβριο του 2014 η Ρουμανία αποφάσισε να εμβολιάσει το ζωικό της κεφάλαιο. Δεν αποκλείεται και άλλες Βαλκανικές χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Το γεγονός πως θα υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια σε γειτονικές προς την Ελλάδα χώρες, καθιστά εξαιρετικά πιθανό το ενδεχόμενο αθρόων, ανεξέλεγκτων και παράνομων εισαγωγών στην Ελλάδα. Επιτήδειοι θα εκμεταλλευτούν την αγωνία κτηνοτρόφων και κτηνιάτρων και εκατοντάδες εκτροφές θα εμβολιαστούν με μη ελεγμένα, αμφιβόλου ποιότητας σκευάσματα εν αγνοία των αρχών. Επιθυμεί το ΥπΑΑΤ να παρατηρηθούν τέτοια φαινόμενα στη χώρα μας;

Τι πρέπει να γίνει

Η διεθνής βιβλιογραφία και η πρακτική εμπειρία των πρόσφατων εκτεταμένων επιζωοτιών καταρροϊκού πυρετού στην Ευρώπη συνάδουν πως ο εμβολιασμός τόσο των μικρών μηρυκαστικών όσο και των βοοειδών, με αδρανοποιημένα εμβόλια, αποτελεί το πλέον ασφαλή και αποτελεσματικό μέτρο περιορισμού της νόσου (Zientara και Sanchez-Vizcaino 2013, Baetza et al. 2014, Kyriakis et al. 2015).

Είναι κοινώς αποδεκτό, πως εξαιτίας τη οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει την Ελλάδα κατά την τελευταία τετραετία, οι κτηνιατρικές υπηρεσίες στερούνται τόσο οικονομικών πόρων όσο και επαρκούς προσωπικού. Όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι διατεθειμένη, όπως έχει πράξει κατά το παρελθόν, να καλύψει μέχρι και το 100% του κόστους των εμβολίων, αλλά και μέρους του κόστους των εμβολιασμών (Wilson και Mellor 2009). Δεν υπάρχει λοιπόν σοβαρή δικαιολογία για τη μη προμήθεια εμβολίων ελέω της οικονομικής κρίσης.

Με δεδομένη την κρισιμότητα της κατάστασης και τις πιθανές συνέπειες ενός δεύτερου κύκλου έξαρσης του καταρροϊκού πυρετού το 2015, η ηγεσία του ΥπΑΑΤ οφείλει να έρθει σε επαφή και συνεννόηση με τους ιδιώτες κτηνιάτρους, που έχουν κάθε συμφέρον να προστατέψουν τους παραγωγούς τους, και από κοινού να καταρτίσουν ένα σχέδιο προκειμένου να προμηθευτούν εμβόλια (που θα έχει αγοράσει η ΕΕ και άρα δε θα επιβαρυνθεί το Ελληνικό κράτος ούτε κατά ένα ευρώ) και να πραγματοποιήσουν τους απαραίτητους εμβολιασμούς στο χαμηλότερο δυνατό κόστος. Σε περιοχές που δεν υπάρχουν ιδιώτες κτηνίατροι, το ΥπΑΑΤ μπορεί να διοχετεύσει πόρους προκειμένου να γίνουν οι εμβολιασμοί από κτηνιάτρους των δικών του υπηρεσιών. Πρακτικές και αποτελεσματικές λύσεις, με ελάχιστο κόστος, υπάρχουν. Δυστυχώς, πολλές φορές απουσιάζει η κοινή λογική και η ειλικρινής διάθεση συνεννόησης.

Αν το οικονομικό κόστος ενός νοσήματος που αφορά κυρίως τα μικρά μηρυκαστικά σε μία χώρα, όπως η Ολλανδία ξεπέρασε τα 200 εκατομμύρια ευρώ, μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί πως στην Ελλάδα, που έχει περίπου το 9% του προβάτων και το 37% των αιγών της ΕΕ (Eurostat 2008), θα είναι πολλαπλάσιο. Πέρα από την υψηλή θνησιμότητα της τρέχουσας επιζωοτίας, που σύμφωνα με τον ΠΟΥΖ ανέρχεται στο 31% (OIE 2014, Vasileiou και Fthenakis 2014), λόγω τις ιδιαιτερότητας της Ελληνικής προβατοτροφίας που είναι κυρίως γαλακτοπαραγωγική, είναι απολύτως βέβαιο πως ένας δεύτερος κύκλος έξαρσης καταρροϊκού πυρετού θα πλήξει ανεπανόρθωτα έναν από τους ελάχιστους παραγωγικούς τομείς της Ελληνικής οικονομίας. Πρέπει να αναλογιστούμε τη συνολική ζημιά που έχει ήδη υποστεί η αιγοπροβατοτροφία μας αλλά και το περαιτέρω κόστος της νόσου από τη μείωση του διαθέσιμου πρόβειου γάλακτος και άρα της παραγωγής φέτας μέχρι τις απώλειες θέσεων εργασίας που δύσκολα θα αναπληρωθούν. Δεν έχουμε λοιπόν την πολυτέλεια να διακινδυνεύσουμε ούτε την πρωτογενή μας παραγωγή, ούτε την επιβίωση του Έλληνα κτηνοτρόφου. Είναι απαράδεκτο, εσφαλμένες επιστημονικές θεωρίες, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και η ευθυνοφοβία των υπηρεσιών του ΥπΑΑΤ να καθυστερούν τη λήψη απόφασης για την εφαρμογή του πλέον ενδεδειγμένου και επιστημονικά τεκμηριωμένου μέτρου καταπολέμησης ενός νοσήματος, που απειλεί να προκαλέσει μη αναστρέψιμες ζημιές στην αιγοπροβατοτροφία της Ελλάδας. Ο εμβολιασμός κατά του καταρροϊκού πυρετού θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει εχθές.

Σημείωση: Το παραπάνω άρθρο αποτελεί επιστημονική άποψη του συγγραφέα. Ο συγγραφέας είναι εκλεγμένο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρείας (ΕΚΕ). Η επίσημη θέση της ΕΚΕ έχει εκφραστεί μέσω της εισήγησης της προς το Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και έχει αναρτηθεί στον ιστότοπό της: http://www.hvms.gr

Βιβλιογραφία
Baetza, H.J., 2014. Eradication of bluetongue disease in Germany by vaccination. Veterinary immunology and immunopathology 158, 116-119.
Darpel, K. E., Batten CA, Veronesi E, Shaw AE, Anthony S, Bachanek-Bankowska K, Kgosana L, bin-Tarif A, Carpenter S, Müller-Doblies UU, Takamatsu HH, Mellor PS, Mertens PP, Oura CA. 2007. Clinical signs and pathology shown by British sheep and cattle infected with bluetongue virus serotype 8 derived from the 2006 outbreak in northern Europe. Vet. Rec. 161, 253–261.
Darpel, K.E., Batten, C.A., Veronesi, E., Williamson, S., Anderson, P., Dennison, M., Clifford, S., Smith, C., Philips, L., Bidewell, C., Bachanek-Bankowska, K., Sanders, A., Bin-Tarif, A., Wilson, A.J., Gubbins, S., Mertens, P.P., Oura, C.A., Mellor, P.S., 2009. Transplacental transmission of bluetongue virus 8 in cattle, UK. Emerging infectious diseases 15, 2025-2028.
Department for Environmental Food and Rural Affairs (DEFRA), 2007. Press release - Bluetongue confirmed as circulating in East Anglia. See http://www.defra.gov.uk/news/2007/070922a.htm
European Food Safety Authority (EFSA), 2007 Bluetongue Serotype 8 Epidemic Bulletin 15. See: http://www.efsa.europa.eu/etc/medialib/efsa/in_focus/bluetongue.Par.0041.File.dat/bluetongue_update_1_February_2007.pdf
Eurostat, 2008. EU sheep and goat population in December 2007 and production forecasts for 2008. http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_OFFPUB/KS-SF-08-067/EN/KS-SF-08-067-EN.PDF
Eschbaumer, M., Hoffmann, B., Konig, P., Teifke, J.P., Gethmann, J.M., Conraths, F.J., Probst, C., Mettenleiter, T.C., Beer, M., 2009. Efficacy of three inactivated vaccines against bluetongue virus serotype 8 in sheep. Vaccine 27, 4169-4175.
Fine, P.E.M., 1993. Herd Immunity: Histrory, Theory, Practice. Epidemiological Reviews 15, 265-302.
Fine, P., Eames, K., Heymann, D.L., 2011. Herd Immunity: A Rough Guide. Vaccines 52, 911-916.
Guis, H., Caminade, C., Calvete, C., Morse, A.P., Tran, A., Baylis, M., 2012. Modelling the effects of past and future climate on the risk of bluetongue emergence in Europe. Journal of the Royal Society, Interface / the Royal Society 9, 339-350.
Kyriakis, C.S., Billinis, C., Papadopoulos, E., Vasileiou, N.G.C., Athanasiou, L. V., Fthenakis, G.C., Bluetongue in small ruminants: an opinionated review with a brief appraisal of the 2014 outbreak of the disease in Greece. 2015. Veterinary Microbiology accepted for publication.
Maan, S., Maan, N.S., Nomikou, K., Batten, C., Antony, F., Belaganahalli, M.N., Samy, A.M., Reda, A.A., Al-Rashid, S.A., El Batel, M., Oura, C.A., Mertens, P.P., 2011. Novel bluetongue virus serotype from Kuwait. Emerging infectious diseases 17, 886-889.
Mellor, P. S., Boorman, J. P. T., Wilkinson, P. J. & Martinez-Gomes, F. 1983. Potential vectors of bluetongue and African horse sickness in Spain. The Veterinary Record 112, 229–230.
Mellor, P.S., Carpenter, S., Harrup, L., Baylis, M., Mertens, P.P., 2008. Bluetongue in Europe and the Mediterranean Basin: history of occurrence prior to 2006. Preventive veterinary medicine 87, 4-20.
Menzies, F.D., McCullough, S.J., McKeown, I.M., Forster, J.L., Jess, S., Batten, C., Murchie, A.K., Gloster, J., Fallows, J.G., Pelgrim, W., Mellor, P.S., Oura, C.A., 2008. Evidence for transplacental and contact transmission of bluetongue virus in cattle. The Veterinary record 163, 203-209.
Mertens, P.P.C., Attoui, H., Duncan, R., Dermody, T.S., 2005. Reoviridae. In: C.M. Fauquet, M. A. Mayo, J. Maniloff, U. Desselberger, L.A. Ball, (eds.), Virus Taxonomy. Eighth Report of the International Committee on Taxonomy of Viruses, London: Elsevier/Academic Press, pp. 447-54.
Mertens, P.P., Oura, C.A., Mellor, P.S., 2009. Transplacental transmission of bluetongue virus 8 in cattle, UK. Emerging infectious diseases 15, 2025-2028.
Nomikou, K., Mangana-Vougiouka, O., Panagiotatos, D.E., 2004. Overview of bluetongue in Greece. Veterinaria italiana 40, 108-115.
Organization Mondiale de la Santé Animal - World Organization for Animal Health (OIE), 2014. http://www.oie.int
Panagiotatos, D.E., 2004. Regional overview of bluetongue viruses, vectors, surveillance and unique features in Eastern Europe between 1998 and 2003. Veterinaria italiana 40, 61-72.
Purse, B.V., Mellor, P.S., Rogers, D.J., Samuel, A.R., Mertens, P.P., Baylis, M., 2005. Climate change and the recent emergence of bluetongue in Europe. Nature reviews. Microbiology 3, 171-181.
Toussaint, J.F., Vandenbussche, F., Mast, J., De Meester, L., Goris, N., Van Dessel, W., Vanopdenbosche, E., Kerkhofs, P., De Clercq, K., Zientara, S., Sailleau, C., Czaplicki, G., Depoorter, G., Dochy, J.M., 2006. Bluetongue in northern Europe. The Veterinary record 159, 327.
Rasmussen, L.D., Rasmussen, T.B., Belsham, G.J., Strandbygaard, B., Botner, A., 2010. Bluetongue in Denmark during 2008. The Veterinary record 166, 714-718.
Roy, P., 2013. Orbiviruses. In: Cohen, J.I., Griffin, D.E., Lamb, R.A., Martin, M. A., Racaniello, V. R. & Roizman, B. Fields Virology. Lippincott Williams & Wilkins, 6th edition, 1402-1424.
Ruiz-Fons, F., Sanchez-Matamoros, A., Gortazar, C., Sanchez-Vizcaino, J.M., 2014. The role of wildlife in bluetongue virus maintenance in Europe: lessons learned after the natural infection in Spain. Virus research 182, 50-58.
Savini, G., Nicolussi, P., Pilo, G., Colorito, P., Fresi, S., Teodori, L., Leone, A., Bonfini, B., Patta, C., 2007. Study of the safety and efficacy of a recombinant vaccine for bluetongue virus serotype 2. Veterinaria italiana 43, 807-820.
Sperlova, A., Zendulkova, D., 2011. Bluetongue: a review. Veterinari Medicina 56, 430-452.
Vasileiou, N.G.C., Fthenakis, G.C., 2014. Clinical experiences from the recent (summer 2014) outbreak of bluetongue in Greece. Proceedings of 2nd European Conference in Small Ruminant Health Management, London
Veronesi, E., Hamblin, C., Mellor, P.S., 2005. Live attenuated bluetongue vaccine viruses in Dorset Poll sheep, before and after passage in vector midges (Diptera: Ceratopogonidae). Vaccine 23, 5509-5516.
Verwoerd, D., Erasmus, B.J., 2004. Bluetongue. In: Coetzer, J.A., Tustin, R.C. (Eds), Infectious Diseases of Livestock. 2nd ed. Oxford University Press, Cape Town, pp 1201-1220.
Wilson, A.J., Mellor, P.S., 2009. Bluetongue in Europe: past, present and future. Philosophical Transactions of the Royal Society / Biological Sciences 364, 2669-2681.
Wäckerlin, R., Eschbaumer, M., Konig, P., Hoffmann, B., Beer, M., 2010. Evaluation of humoral response and protective efficacy of three inactivated vaccines against bluetongue virus serotype 8 one year after vaccination of sheep and cattle. Vaccine 28, 4348-4355.
Zientara, S., MacLachlan, N.J., Calistri, P., Sanchez-Vizcaino, J.M., Savini, G., 2010. Bluetongue vaccination in Europe. Expert review of vaccines 9, 989-991.
Zientara, S., Sanchez-Vizcaino, J.M., 2013. Control of bluetongue in Europe. Veterinary microbiology 165, 33-37.
kat 1
kat 2
kat 3
kat 4
kat 5
kat 6
επιστροφή